Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
ἀνεδύσετο
View word page
ἀνέβη

3 sing. aor. ἀναβαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέβη
Headword (normalized):
ἀνέβη
Headword (normalized/stripped):
ανεβη
IDX:
813
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.814
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀναβαίνω.</p>'}