Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
View word page
προσφυής

[προσφύω.]

ShortDef

growing upon

Debugging

Headword:
προσφυής
Headword (normalized):
προσφυής
Headword (normalized/stripped):
προσφυης
IDX:
8136
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8137
Key:

Data

{'content': '<p>[προσφύω.]</p>'}