Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
View word page
πρόσφατος

[προσ-, app. with sense before one's very eyes, in one's view + φα-, φαν-, φαίνω. (As if) newly revealed.]

Fresh, unsullied : πρόσφατος κεῖσαι Il. 24.757.

ShortDef

lately slain, fresh-slain

Debugging

Headword:
πρόσφατος
Headword (normalized):
πρόσφατος
Headword (normalized/stripped):
προσφατος
IDX:
8134
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8135
Key:

Data

{'content': "<p>[προσ-, app. with sense before one's very eyes, in one's view + φα-, φαν-, φαίνω. (As if) newly revealed.]</p> <p>Fresh, unsullied : πρόσφατος κεῖσαι Il. 24.757.</p>"}