Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
View word page
προστίθημι

[προσ- 1.]

3 sing. aor. προσέθηκε

ShortDef

to add, to apply, to close (a door); mid. to join (a group), take as an ally

Debugging

Headword:
προστίθημι
Headword (normalized):
προστίθημι
Headword (normalized/stripped):
προστιθημι
IDX:
8132
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8133
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. προσέθηκε</p>'}