Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
View word page
πρόσω

πρόσω

ShortDef

forwards, onwards, further; far off (from)

Debugging

Headword:
πρόσω
Headword (normalized):
πρόσω
Headword (normalized/stripped):
προσω
IDX:
8130
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8131
Key:

Data

{'content': '<p>πρόσω</p>'}