Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
View word page
ροσστείχω

[προσ- 2.]

3 sing. aor. προσέστιχε.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ροσστείχω
Headword (normalized):
ροσστείχω
Headword (normalized/stripped):
ροσστειχω
IDX:
8129
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8130
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 2.]</p> <p>3 sing. aor. προσέστιχε.</p>'}