Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
View word page
ἀνδύεται
contr. 3 sing. pres. mid. ἀναδύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνδύεται
Headword (normalized):
ἀνδύεται
Headword (normalized/stripped):
ανδυεται
IDX:
812
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.813
Key:
Data
{'content': '<p>contr. 3 sing. pres. mid. ἀναδύω.</p>'}