Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
View word page
προσπτύσσω

ποτιπτύσσω

[προσ- 1.]

3 sing. fut. mid. προσπτύξεται Od. 11.451.

3 sing. aor. προσπτύξατο Od. 4.647.

Subj. προσπτύξομαι Od. 3.22, Od. 8.478, Od. 17.509.

In mid.

ShortDef

to embrace

Debugging

Headword:
προσπτύσσω
Headword (normalized):
προσπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπτυσσω
IDX:
8127
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8128
Key:

Data

{'content': '<p>ποτιπτύσσω</p> <p>[προσ- 1.]</p> <p>3 sing. fut. mid. προσπτύξεται Od. 11.451.</p> <p>3 sing. aor. προσπτύξατο Od. 4.647.</p> <p>Subj. προσπτύξομαι Od. 3.22, Od. 8.478, Od. 17.509.</p> <p>In mid.</p>'}