Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
View word page
προσπίλναμαι

[προσ- 3.]

To be brought into contact with, touch.

With dat. : νήσῳ προσεπίλνατο νηῦς (made the island) Od. 13.95.

ShortDef

to approach quickly

Debugging

Headword:
προσπίλναμαι
Headword (normalized):
προσπίλναμαι
Headword (normalized/stripped):
προσπιλναμαι
IDX:
8125
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8126
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 3.]</p> <p>To be brought into contact with, touch.</p> <p>With dat. : νήσῳ προσεπίλνατο νηῦς (made the island) Od. 13.95.</p>'}