Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
View word page
προσπελάζω

[προσ- 3.]

Aor. pple. προσπελάσας.

ShortDef

to make to approach, bring near to

Debugging

Headword:
προσπελάζω
Headword (normalized):
προσπελάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπελαζω
IDX:
8124
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8125
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 3.]</p> <p>Aor. pple. προσπελάσας.</p>'}