Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
View word page
προσλέγω
[προσ- 1 + λέγω1.]
3 sing. aor. mid. προσέλεκτο.
ShortDef
to speak to
Debugging
Headword:
προσλέγω
Headword (normalized):
προσλέγω
Headword (normalized/stripped):
προσλεγω
IDX:
8123
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8124
Key:
Data
{'content': '<p>[προσ- 1 + λέγω1.]</p> <p>3 sing. aor. mid. προσέλεκτο.</p>'}