Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
προσπτύσσω
πρόσσοθεν
ροσστείχω
πρόσω
View word page
πρόσκειμαι
[προσ- 1.]
To be put upon something, be put in position : οὔατʼ οὔ πω προσέκειτο Il. 18.379.
ShortDef
to be placed at, by; to be attached to, devoted to
Debugging
Headword:
πρόσκειμαι
Headword (normalized):
πρόσκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσκειμαι
IDX:
8120
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8121
Key:
Data
{'content': '<p>[προσ- 1.]</p> <p>To be put upon something, be put in position : οὔατʼ οὔ πω προσέκειτο Il. 18.379.</p>'}