Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
View word page
ἀνδροφόνος

-ον

[ἀνδρ-, ἀνήρ + φον-, φένω.]

ShortDef

man-slaying

Debugging

Headword:
ἀνδροφόνος
Headword (normalized):
ἀνδροφόνος
Headword (normalized/stripped):
ανδροφονος
IDX:
811
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.812
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀνδρ-, ἀνήρ + φον-, φένω.]</p>'}