Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
προσπελάζω
προσπίλναμαι
προσπλάζω
View word page
προσέφην
impf. πρόσφημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσέφην
Headword (normalized):
προσέφην
Headword (normalized/stripped):
προσεφην
IDX:
8116
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8117
Key:
Data
{'content': '<p>impf. πρόσφημι.</p>'}