Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
πρόσκειμαι
προσκηδής
προσκλίνω
προσλέγω
View word page
προσέλεκτο

3 sing. aor. mid. προσλέγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσέλεκτο
Headword (normalized):
προσέλεκτο
Headword (normalized/stripped):
προσελεκτο
IDX:
8113
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8114
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. mid. προσλέγω.</p>'}