Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
πρόσθεν
προσιών
View word page
προσδέρκομαι

ποτιδέρκομαι

[προσ- 2.]

To direct the sight to, look towards.

With acc. : πατέρα προσεδέρκετο Od. 20.385. Cf. Il. 16.10 : Od. 17.518.

ShortDef

to look at, behold

Debugging

Headword:
προσδέρκομαι
Headword (normalized):
προσδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδερκομαι
IDX:
8109
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8110
Key:

Data

{'content': '<p>ποτιδέρκομαι</p> <p>[προσ- 2.]</p> <p>To direct the sight to, look towards.</p> <p>With acc. : πατέρα προσεδέρκετο Od. 20.385. Cf. Il. 16.10 : Od. 17.518.</p>'}