Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄνδιχα
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
View word page
ἀνδροφάγος

[ἀνδρ-, ἀνήρ + φάγον.]

Man-eating Od. 10.200.

ShortDef

eating men

Debugging

Headword:
ἀνδροφάγος
Headword (normalized):
ἀνδροφάγος
Headword (normalized/stripped):
ανδροφαγος
IDX:
810
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.811
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνδρ-, ἀνήρ + φάγον.]</p> <p>Man-eating Od. 10.200.</p>'}