Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προπροκυλίνδω
προρέω
πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
προσήγαγε
View word page
προσβαίνω

[προσ- 1, προσ- 2.]

3 sing. aor. προσέβη Od. 14.1.

3 pl. προσέβαν Il. 23.117 : Od. 19.431.

Pple. προσβάς Il. 5.620, Il. 16.863.

3 sing. aor. mid. προσεβήσετο Il. 2.48, Il. 14.292 : Od. 21.5, 43.

ShortDef

to step upon

Debugging

Headword:
προσβαίνω
Headword (normalized):
προσβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσβαινω
IDX:
8107
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8108
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 1, προσ- 2.]</p> <p>3 sing. aor. προσέβη Od. 14.1.</p> <p>3 pl. προσέβαν Il. 23.117 : Od. 19.431.</p> <p>Pple. προσβάς Il. 5.620, Il. 16.863.</p> <p>3 sing. aor. mid. προσεβήσετο Il. 2.48, Il. 14.292 : Od. 21.5, 43.</p>'}