Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προπρηνής
προπροκυλίνδω
προρέω
πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
προσερεύγομαι
προσέστιχε
προσέφην
View word page
προσαυδάω
[προσ- 3.]
3 dual non-thematic impf. προσαυδήτην Il. 11.136, Il. 22.90.
ShortDef
to speak to, address, accost
Debugging
Headword:
προσαυδάω
Headword (normalized):
προσαυδάω
Headword (normalized/stripped):
προσαυδαω
IDX:
8106
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8107
Key:
Data
{'content': '<p>[προσ- 3.]</p> <p>3 dual non-thematic impf. προσαυδήτην Il. 11.136, Il. 22.90.</p>'}