Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προπέφανται
προπίπτω
προποδίζω
προπρηνής
προπροκυλίνδω
προρέω
πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
προσέλεκτο
View word page
προσαλείφω

[προσ- 1.]

To rub (something) upon, apply (it) to.

With dat. : προσάλειφεν ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Od. 10.392.

ShortDef

to rub

Debugging

Headword:
προσαλείφω
Headword (normalized):
προσαλείφω
Headword (normalized/stripped):
προσαλειφω
IDX:
8103
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8104
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 1.]</p> <p>To rub (something) upon, apply (it) to.</p> <p>With dat. : προσάλειφεν ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Od. 10.392.</p>'}