Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προπέμπω
προπέφανται
προπίπτω
προποδίζω
προπρηνής
προπροκυλίνδω
προρέω
πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
προσαυδάω
προσβαίνω
προσβάλλω
προσδέρκομαι
προσεῖπον
προσέθηκε
πρόσειμι
View word page
προσαΐσσω

[προσ- 2.]

Aor. pple. προσαΐξας.

ShortDef

spring to, dart to

Debugging

Headword:
προσαΐσσω
Headword (normalized):
προσαΐσσω
Headword (normalized/stripped):
προσαισσω
IDX:
8102
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8103
Key:

Data

{'content': '<p>[προσ- 2.]</p> <p>Aor. pple. προσαΐξας.</p>'}