Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἁνδάνω
ἄνδιχα
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
View word page
ἀνδροτής
-ῆτος, ἡ
[prob. rather ἆδροτής, fr. ἀδρ-, ἀνδρ-, ἀνήρ. Cf. ἀνδρειφόντης.]
ShortDef
manhood
Debugging
Headword:
ἀνδροτής
Headword (normalized):
ἀνδροτής
Headword (normalized/stripped):
ανδροτης
IDX:
809
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.810
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆτος, ἡ</p> <p>[prob. rather ἆδροτής, fr. ἀδρ-, ἀνδρ-, ἀνήρ. Cf. ἀνδρειφόντης.]</p>'}