Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
πρόπας
προπέμπω
προπέφανται
προπίπτω
προποδίζω
προπρηνής
προπροκυλίνδω
προρέω
πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
προσαραρίσκω
View word page
προποδίζω

[προ- 1 + ποδίζω, fr. ποδ-, πούς.]

ShortDef

to advance the foot

Debugging

Headword:
προποδίζω
Headword (normalized):
προποδίζω
Headword (normalized/stripped):
προποδιζω
IDX:
8095
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8096
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1 + ποδίζω, fr. ποδ-, πούς.]</p>'}