Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
πρόπας
προπέμπω
προπέφανται
προπίπτω
προποδίζω
προπρηνής
προπροκυλίνδω
προρέω
πρόρριζος
πρός
προσάγω
προσαΐσσω
προσαλείφω
προσαμύνω
View word page
προπίπτω
[προ- 1.]
Nom. pl. masc. aor. pple. προπεσόντες.
ShortDef
to fall
Debugging
Headword:
προπίπτω
Headword (normalized):
προπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προπιπτω
IDX:
8094
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8095
Key:
Data
{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. προπεσόντες.</p>'}