Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀναψύχω
ἁνδάνω
ἄνδιχα
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
View word page
ἀνδρόμεος
[ἀνδρ-, ἀνήρ.]
ShortDef
of man
Debugging
Headword:
ἀνδρόμεος
Headword (normalized):
ἀνδρόμεος
Headword (normalized/stripped):
ανδρομεος
IDX:
808
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.809
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀνδρ-, ἀνήρ.]</p>'}