Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
πρόπας
προπέμπω
προπέφανται
προπίπτω
προποδίζω
προπρηνής
προπροκυλίνδω
προρέω
View word page
προνοέω

[προ- 3.]

ShortDef

to perceive before, foresee

Debugging

Headword:
προνοέω
Headword (normalized):
προνοέω
Headword (normalized/stripped):
προνοεω
IDX:
8088
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8089
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 3.]</p>'}