Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
πρόπας
προπέμπω
προπέφανται
προπίπτω
προποδίζω
προπρηνής
προπροκυλίνδω
View word page
πρόμος
[a superl. of πρό.]
ShortDef
the foremost man
Debugging
Headword:
πρόμος
Headword (normalized):
πρόμος
Headword (normalized/stripped):
προμος
IDX:
8087
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8088
Key:
Data
{'content': '<p>[a superl. of πρό.]</p>'}