Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
πρόπας
προπέμπω
προπέφανται
προπίπτω
View word page
προμίσγω

[προ- 3.]

Aor. infin. pass. προ-μιγῆναι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμίσγω
Headword (normalized):
προμίσγω
Headword (normalized/stripped):
προμισγω
IDX:
8084
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8085
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 3.]</p> <p>Aor. infin. pass. προ-μιγῆναι.</p>'}