Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
πρόπας
προπέμπω
View word page
προμάχομαι

[προ- 2.]

To fight in front of the others Il. 17.358.

To fight in front of.

With genit.: ἁπάντων (to advance beyond them) Il. 11.217.

ShortDef

to fight before

Debugging

Headword:
προμάχομαι
Headword (normalized):
προμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
προμαχομαι
IDX:
8082
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8083
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 2.]</p> <p>To fight in front of the others Il. 17.358.</p> <p>To fight in front of.</p> <p>With genit.: ἁπάντων (to advance beyond them) Il. 11.217.</p>'}