Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
προπάροιθε
View word page
προλείπω

[προ- 1.]

Aor. pple. προλιπών Od. 3.314, Od. 15.11, Od. 23.120.

Pl. προλιπόντες Il. 17.275.

Infin. προλιπεῖν Od. 13.331.

3 sing. pf. προλέλοιπε Od. 2.279.

ShortDef

to go forth and leave, to leave behind, forsake, abandon

Debugging

Headword:
προλείπω
Headword (normalized):
προλείπω
Headword (normalized/stripped):
προλειπω
IDX:
8080
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8081
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>Aor. pple. προλιπών Od. 3.314, Od. 15.11, Od. 23.120.</p> <p>Pl. προλιπόντες Il. 17.275.</p> <p>Infin. προλιπεῖν Od. 13.331.</p> <p>3 sing. pf. προλέλοιπε Od. 2.279.</p>'}