Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προικός
προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
πρόμολον
πρόμος
προνοέω
πρόξ
View word page
προλέγω

[προ- 2 + λέγω2.]

Absol. in pf. pass. pple. pl., the picked men, the flower: Ἀθηναίων προλελεγμένοι Il. 13.689.

ShortDef

pick before; foretell; proclaim

Debugging

Headword:
προλέγω
Headword (normalized):
προλέγω
Headword (normalized/stripped):
προλεγω
IDX:
8079
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8080
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 2 + λέγω2.]</p> <p>Absol. in pf. pass. pple. pl., the picked men, the flower: Ἀθηναίων προλελεγμένοι Il. 13.689.</p>'}