Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
προίημι
προικός
προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμίσγω
προμνηστῖνοι
View word page
πρόκειμαι

[προ- 2.]

To be set before one, be set to one's hand: ὀνείαθʼ ἑτοῖμα προκείμενα. See Il. 9.91, etc., cited under ἑτοῖμος 1.

ShortDef

to be set before one

Debugging

Headword:
πρόκειμαι
Headword (normalized):
πρόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προκειμαι
IDX:
8075
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8076
Key:

Data

{'content': "<p>[προ- 2.]</p> <p>To be set before one, be set to one's hand: ὀνείαθʼ ἑτοῖμα προκείμενα. See Il. 9.91, etc., cited under ἑτοῖμος 1.</p>"}