Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
προίημι
προικός
προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
προμαχίζω
προμάχομαι
View word page
προκαθίζω
[προ- 1+ καθ-, κατα- 1.]
Of birds, to keep settling (ever) forwards Il. 2.463.
ShortDef
to sit down
Debugging
Headword:
προκαθίζω
Headword (normalized):
προκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
προκαθιζω
IDX:
8072
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8073
Key:
Data
{'content': '<p>[προ- 1+ καθ-, κατα- 1.]</p> <p>Of birds, to keep settling (ever) forwards Il. 2.463.</p>'}