Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
προίημι
προικός
προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
πρόκροσσοι
προκυλίνδω
προλέγω
προλείπω
View word page
προΐκτης
ὁ.
ShortDef
beggar, mendicant
Debugging
Headword:
προΐκτης
Headword (normalized):
προΐκτης
Headword (normalized/stripped):
προικτης
IDX:
8070
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8071
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}