Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
προίημι
προικός
προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
πρόκειμαι
πρόκλυτος
View word page
προιάπτω

[προ- 1 + (ϝ)ι-(ϝ)άπτω, to throw. Cf. ἀπτοεπής, ἑάφθη.]

3 sing. fut. προϊάψει Il. 7.487.

Infin. προϊάψειν Il. 5.190, Il. 11.55.

3 sing. aor. προΐαψε Il. 1.3.

To send, dispatch: πολλὰς ψυχὰς Ἄϊδι Il. 1.3. Cf. Il. 5.190, Il. 7.487, Il. 11.55.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προιάπτω
Headword (normalized):
προιάπτω
Headword (normalized/stripped):
προιαπτω
IDX:
8066
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8067
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1 + (ϝ)ι-(ϝ)άπτω, to throw. Cf. ἀπτοεπής, ἑάφθη.]</p> <p>3 sing. fut. προϊάψει Il. 7.487.</p> <p>Infin. προϊάψειν Il. 5.190, Il. 11.55.</p> <p>3 sing. aor. προΐαψε Il. 1.3.</p> <p>To send, dispatch: πολλὰς ψυχὰς Ἄϊδι Il. 1.3. Cf. Il. 5.190, Il. 7.487, Il. 11.55.</p>'}