Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
προίημι
προικός
προΐκτης
προΐστημι
προκαθίζω
προκαλέω
προκαλίζομαι
View word page
πρόθυρον
-ου, τό
[προ- 2 + θύρη.]
ShortDef
the front-door, the door leading from the αὐλή
Debugging
Headword:
πρόθυρον
Headword (normalized):
πρόθυρον
Headword (normalized/stripped):
προθυρον
IDX:
8064
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8065
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[προ- 2 + θύρη.]</p>'}