Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναχάζομαι
ἀναχωρέω
ἀνάψαι
ἀναψύχω
ἁνδάνω
ἄνδιχα
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
View word page
ἀνδρειφόντης

[prob. rather ἆδριφόντης, fr. ἀδρ-, ἀνδρ-, ἀνήρ + φον-, φένω. Cf. ἀνδροτής.]

ShortDef

man-slaying

Debugging

Headword:
ἀνδρειφόντης
Headword (normalized):
ἀνδρειφόντης
Headword (normalized/stripped):
ανδρειφοντης
IDX:
805
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.806
Key:

Data

{'content': '<p>[prob. rather ἆδριφόντης, fr. ἀδρ-, ἀνδρ-, ἀνήρ + φον-, φένω. Cf. ἀνδροτής.]</p>'}