Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
προίημι
View word page
προῆκε

3 sing. aor. προΐημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προῆκε
Headword (normalized):
προῆκε
Headword (normalized/stripped):
προηκε
IDX:
8058
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8059
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. προΐημι.</p>'}