Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
προϊάλλω
προιάπτω
προϊδών
View word page
προέχω

[προ- 1, προ- 2.]

Also προὔχω.

ShortDef

to hold before, to pretend; to jut out, to excel

Debugging

Headword:
προέχω
Headword (normalized):
προέχω
Headword (normalized/stripped):
προεχω
IDX:
8057
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8058
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1, προ- 2.]</p> <p>Also προὔχω.</p>'}