Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
προθυμίη
πρόθυρον
View word page
προερύω

[προ- 1 + ἐρύω1.]

3 sing. aor. προ-έρυσσε Il. 1.308.

Subj. προερύσσω Il. 9.358.

To draw down (a ship) in order to launch her Il. 1.308, Il. 9.358.

ShortDef

to draw on

Debugging

Headword:
προερύω
Headword (normalized):
προερύω
Headword (normalized/stripped):
προερυω
IDX:
8054
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8055
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1 + ἐρύω1.]</p> <p>3 sing. aor. προ-έρυσσε Il. 1.308.</p> <p>Subj. προερύσσω Il. 9.358.</p> <p>To draw down (a ship) in order to launch her Il. 1.308, Il. 9.358.</p>'}