Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
προθέλυμνος
προθέω
προθρῴσκω
View word page
προέμεν
aor. infin. προΐημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προέμεν
Headword (normalized):
προέμεν
Headword (normalized/stripped):
προεμεν
IDX:
8052
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8053
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. προΐημι.</p>'}