Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
προῆκε
προήκης
View word page
προεέργω

[προ- 2.]

To stand in front of someone and debar (him from doing something).

With infin.: πάντας προέεργε ἐπὶ νῆας ὁδεύειν Il. 11.569.

ShortDef

to stop by standing before

Debugging

Headword:
προεέργω
Headword (normalized):
προεέργω
Headword (normalized/stripped):
προεεργω
IDX:
8049
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8050
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 2.]</p> <p>To stand in front of someone and debar (him from doing something).</p> <p>With infin.: πάντας προέεργε ἐπὶ νῆας ὁδεύειν Il. 11.569.</p>'}