Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναφέρω
ἀναχάζομαι
ἀναχωρέω
ἀνάψαι
ἀναψύχω
ἁνδάνω
ἄνδιχα
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
View word page
ἀνδραχθής

[ἀνδρ-, ἀνήρ + ἄχθος.]

ShortDef

loading a man, as much as a man can carry

Debugging

Headword:
ἀνδραχθής
Headword (normalized):
ἀνδραχθής
Headword (normalized/stripped):
ανδραχθης
IDX:
804
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.805
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνδρ-, ἀνήρ + ἄχθος.]</p>'}