Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
πρόεσαν
προέχω
View word page
προδοκή

-ῆς, ἡ

[προ- 1 + δοκ-, δέχομαι.]

ShortDef

place where one lies in wait, lurking-place

Debugging

Headword:
προδοκή
Headword (normalized):
προδοκή
Headword (normalized/stripped):
προδοκη
IDX:
8047
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8048
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[προ- 1 + δοκ-, δέχομαι.]</p>'}