Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
πρόες
View word page
πρόγονοι

[προ- 3 + γον-, γεν-, γίγνομαι. Those born before.]

The firstlings (of the lambs) Od. 9.221.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόγονοι
Headword (normalized):
πρόγονοι
Headword (normalized/stripped):
προγονοι
IDX:
8045
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8046
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 3 + γον-, γεν-, γίγνομαι. Those born before.]</p> <p>The firstlings (of the lambs) Od. 9.221.</p>'}