Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
προερύω
View word page
προγίγνομαι

[προ- 1.]

3 pl. aor. προγένοντο.

ShortDef

to come forwards; to be born before, to happen before

Debugging

Headword:
προγίγνομαι
Headword (normalized):
προγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προγιγνομαι
IDX:
8044
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8045
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>3 pl. aor. προγένοντο.</p>'}