Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
προέμεν
προερέσσω
View word page
προγενέστερος
[comp. of προγενής, fr. προ- 3 + γεν-, γίγνομαι. Born before.]
ShortDef
born before, older
Debugging
Headword:
προγενέστερος
Headword (normalized):
προγενέστερος
Headword (normalized/stripped):
προγενεστερος
IDX:
8043
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8044
Key:
Data
{'content': '<p>[comp. of προγενής, fr. προ- 3 + γεν-, γίγνομαι. Born before.]</p>'}