Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
προεῖδον
View word page
πρόβολος

-ου, ὁ

[προ- 1 + βολ-, βάλλω.]

ShortDef

outcrop, bulwark
eligible for nomination

Debugging

Headword:
πρόβολος
Headword (normalized):
πρόβολος
Headword (normalized/stripped):
προβολος
IDX:
8041
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8042
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[προ- 1 + βολ-, βάλλω.]</p>'}