Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
πρόδομος
προεέργω
προέηκα
View word page
προβοάω

[προ- 2.]

To shout in front: προ-βοῶντε μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν (cheering their followers on) Il. 12.277.

ShortDef

to shout before, cry aloud

Debugging

Headword:
προβοάω
Headword (normalized):
προβοάω
Headword (normalized/stripped):
προβοαω
IDX:
8040
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8041
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 2.]</p> <p>To shout in front: προ-βοῶντε μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν (cheering their followers on) Il. 12.277.</p>'}