Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
προδοκή
View word page
προβίβημι

[προ- 1.]

To stride along forwards, make one's way or advance with a stride: κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς Il. 13.18. Cf. Il. 13.158: Od. 15.555, Od. 17.27. (And see προβιβάω.)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβίβημι
Headword (normalized):
προβίβημι
Headword (normalized/stripped):
προβιβημι
IDX:
8037
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8038
Key:

Data

{'content': "<p>[προ- 1.]</p> <p>To stride along forwards, make one's way or advance with a stride: κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς Il. 13.18. Cf. Il. 13.158: Od. 15.555, Od. 17.27. (And see προβιβάω.)</p>"}